- τελωνοφύλακας
- οκατώτερος τελωνειακός υπάλληλος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τελωνοφύλακας — ο, Ν υπάλληλος τής τελωνοφυλακής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης /τελωνείο + φύλαξ, ακος. Η λ., στον λόγιο τ. τελωνοφύλαξ, μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
καραμπινιέρος — ο 1. στρατιώτης οπλισμένος με καραμπίνα 2. ιππέας που ανήκει στο βαρύ ιππικό, καραμπινοφόρος 3. οπλίτης τού σώματος τής ιταλικής χωροφυλακής, Ιταλός χωροφύλακας 4. οπλίτης τού σώματος τής ισπανικής τελωνοφυλακής, τελωνοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ … Dictionary of Greek
φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… … Dictionary of Greek